ιντερπόλ

ιντερπόλ
η
άκλ. (λ. αγγλ.), διεθνής αστυνομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιντερπόλ — (Interpol). Συντομευμένη ονομασία του Διεθνούς Οργανισμού Εγκληματολογικής Αστυνομίας (International Criminal Police Organization), που ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1923 από το Διεθνές Αστυνομικό Συνέδριο, το οποίο είχε συνέλθει εκεί. Η πρόταση για την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”